O Γιάννης και η Μαρίνα Αλεξάνδρου άρχισαν τα σχέδια για το νέο βιβλίο. Η Μαρίνα έχει στήσει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και ο Γιάννης ψάχνει απελπισμένα να ταιριάξει το σήμερα και το τότε. Πιο πολλά δεν θα σας πούμε προς το παρών!!!

Το πετράδι της Ιωνίας


"Aπ' τον κήπο ανέβαιναν μυρωδιές γασεμιών και νυχτολούλουδων. Όμορφες μέρες εκείνες στη Σμύρνη, μέρες που πέρασαν... " Αισθήσεις φούντωσαν και αναστεναγμοί βγήκαν από την καρδιά... Όρμησε η ζωή μέσα της και την παρέσυρε σαν αέρας... Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες κόχλαζε... Αγκαλιασμένοι μες στη νύχτα περπατούσαν και δεν ήταν τίποτα άλλο από μια γυναίκα κι ένας άντρας που ερωτεύονταν... Ήταν δυο Ανατολίτες στο Παρίσι. Δυο Μικρασιάτες Έλληνες... "Aυτό το κόσμημα... είναι δώρο του παππού σου, τότε που η Σμύρνη ήταν τυλιγμένη στις φλόγες... "Πάρε το ρουμπίνι, φόρα το!... Eίναι ανεκτίμητο πετράδι. Kόκκινο σαν το αίμα που χύνεται στους δρόμους. Λαμπερό σαν τη φωτιά... Πολύτιμο σαν την αγάπη και τις θύμισες"..."

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με συναίσθημα και δράση. Τα γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του τόπου μας σημαδεύουν τη ζωή των ηρώων. Σμύρνη, λίγα χρόνια πριν από την Καταστροφή. Περπατάμε σε μαχαλάδες ελληνικούς και νιώθουμε τις μυρωδιές και τα ακούσματα της πόλης. Διασχίζουμε την Αρμενία καλπάζοντας πάνω στ' άλογο και ακολουθούμε καραβάνια για να φτάσουμε στο Ισπαχάν. Βυθιζόμαστε νωχελικά στη χλιδή της Αυλής του σάχη. Έπειτα, έρχεται η Καταστροφή κι όλα χάνονται, θολώνουν, βάφονται κόκκινα -στο χρώμα του αίματος και της φωτιάς, στο χρώμα του πάθους και του πόθου... Τα ιστορικά ντοκουμέντα τεκμηριώνουν, επαληθεύουν. Ξεριζωμός και προσφυγιά. Ο χρόνος όμως γιατρεύει. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου οι ήρωές μας αρχίζουν ξανά τη ζωή τους στο Παρίσι, ξεπερνώντας κάθε δυσκολία. Aργότερα, εκεί, το άστρο του Ωνάση και της Mαρίας Kάλλας μεσουρανεί, σ' ένα Παρίσι που κατακτά όλο τον κόσμο με τα γλέντια και τη μεγαλοπρέπειά του. Έτσι, φτάνουμε ως το σήμερα, με ανθρώπους που ξέρουν να πονούν, να χαίρονται, να μεγαλουργούν και να ερωτεύονται παράφορα σε κάθε σταθμό της ζωής τους. Σμύρνη - Αρμενία - Ισπαχάν - Παρίσι. Διαλέξτε εσείς πού θα σταθείτε...

Από τη Σμύρνη ξεκινάει Το Πετράδι της Ιωνίας.....από τις μέρες εκείνες που ήταν πετράδι....











Και κάτι από τα ιστορικά παραλειπόμενα:


Στση Κυριακές, όταν αποψάλνανε οι εκκλησιές ηπηγαίνανε οι Σμυρνιοί στση μεγάλοι καφενέδες της Προκυμαίας και στις Λέσχες. Η προκυμαία ήτανε γυρισμένη προς τη Δύση κι έτσι μέχρι τη μια το μεσημέρι δεν την έπιανεν ο ήλιος. Οι καφενέδες γιομίζανε από κόσμο. Η «Αλάμπρα», το «Σπόρτιν», το «Καφέ ντε Παρί», του Ποσειδώνα, οι δυο λέσχες των Κυνηγών, του Κλωναρίδη, του Κραίμερ και άλλοι παρακάτω. Σε μερικούς παίζανε τα παιχνίδια ―μικρές ορχήστρες και μαντολινάτες. Οι παρέες ηπίνανε τα ούζα τους με το καραφάκι, το ένα ηάδειαζε το άλλο ηρχούντανε. Επίσης σερβίρανε μπύρες εγχώριες και ευρωπαϊκές. Όσο για τση μεζέδες, αυτοί ήτανε λογιών λογιών, θαλασσινά, τζιγεράκια, ζαμπόνια χοιρινά, πολλοί και χορταστικοί. Οι νεαροί που δεν επιτρεπόντανε να καθίσουνε στα καφενεία, σεργιανούσανε στην Προκυμαία παρέες παρέες, ηπηγαίνανε μέχρι τη Μπελαβίτσα και γυρίζανε πάλι πίσω όταν ηβαριούντοστε κι ηφεύγανε πια.
     Καρσί από τα βαποράκια ήτανε ένας φούρνος που ήβγανε τση καλλίτεροι λουκουμάδες και τα κατημέρια· είχε ένα πατάρι απάνω, ηπήγαινε ο κόσμος ήτρωγε κι ήφευγε.
     Όταν άρχιζε το καλοκαίρι, κατά το βραδάκι μόλις ήγερνε ο ήλιος, πολύς κόσμος ηκατέβαινε στην Προκυμαία, το Και, για να σεργιανίση και για να δη το μοναδικό θέαμα της Δύσης του ήλιου στη θάλασσα και να δροσιστή. Οι καφενέδες γιομίζανε σιγά σιγά, ηανάβανε τα φώσια, παίζανε οι μουσικές. Οι τελάληδοι ομπρός από τση κινηματογράφοι ηφωνάζανε ελληνικά και τούρκικα: «Μπούγιουρουμ ― γενή προγκράμ, γενή κορδέλλα βαρ». (Περάστε, έχει καινούργιο πρόγραμμα, νέες ταινίες).
     Πολλές φορές τα βράδυα ήβλεπες τον ποιητή τον Σύλβιο να ξεπροβάλλη από το δρόμο του Ιταλικού σκολειού για να καθίση με την παρέα του στο «Καφέ ντε Παρί». Είχε στην αγκαλιά του ένα μεγάλο μάτσο τριαντάφυλλα πότε κόκκινα και πότε κάτασπρα, πότε κίτρινα. Αυτό φαίνεται το απαιτούσε η εθιμοτυπία της ποίησης. Ο Μπελεντιές ―η δημαρχία― ήστελνε από νωρίς ένα βυτίο με νερό και ησουλάντιζε ―κατάβρεχε το Και. Εκείνη την ώρα από τη Μπελαβίτσα ίσαμε την πόστα δεν επιτρεπότανε να κυκλοφορούνε οι καρότσες για να σουλατσάρη ο κόσμος ελεύθερα.
     Πολλές φορές ήβλεπες να κατεβαίνη στο Και για να περπατήση ο Επίσκοπος Ξανθουπόλεως Αμβρόσιος, με μερικούς παπάδες για συντροφιά. Ο Αμβρόσιος ήτανε τοποτηρητής του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, τον οποίον είχανε κάνει σιργούνι ―εξορία― οι Τούρκοι στην Πόλη κατά το διάστημα του Πολέμου.
     Ο κόσμος όταν ήβλεπε τον Δεσπότη του να σεργιανάη παραμέριζε με σεβασμό και τόνε χαιρέταγε. Kι αυτός δόστου ευλογούσε δεξιά κι αριστερά τση Χριστιανοί. Ώς κι οι πολίτσιες άμα τον εβλέπανε τον χαιρετάγανε στην προσοχή. Αυτός ο επίσκοπος ήτανε ωραίος άντρας με ωραία μάτια, στητός και ήρεμος και ηφερνούντανε στση Τούρκοι με μεγάλη πολιτικότητα, ενώ ο Χρυσόστομος ήτανε λιγάκι προκλητικός.
     Ο Αμβρόσιος ήτανε ταπεινής καταγωγής. Γεννήθηκε στση Τσικουδιάς το χάνι κι ο πατέρας του ήτανε μανάβης. Ήβλεπες τση Κυριακές στην Άγια Φωτεινή τον επίσκοπο Αμβρόσιο να στέκεται στο θρόνο του με την πατερίτσα στο χέρι και κοντά στο θρόνο του να στέκεται ο γέροντας πατέρας του, ο οποίος φορούσε βράκες, να παρακολουθάη τη λειτουργία κι ήλεγες τι μακαρισμένος πατέρας ήτανε να βλέπη το παιδί του απάνω στο θρόνο του.
     Αυτόν τον επίσκοπο που έγινε κατόπιν Μητροπολίτης Μοσχονησίων τον πιάσανε οι Τούρκοι τον καιρό της καταστροφής και τόνε θάψανε ζωντανό.
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)


Στο Παρίσι καταλήγει το απίστευτο οδοιπορικό μας





No comments:

Post a Comment