O Γιάννης και η Μαρίνα Αλεξάνδρου άρχισαν τα σχέδια για το νέο βιβλίο. Η Μαρίνα έχει στήσει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και ο Γιάννης ψάχνει απελπισμένα να ταιριάξει το σήμερα και το τότε. Πιο πολλά δεν θα σας πούμε προς το παρών!!!

Το κύμα του έρωτα



Διαβάστε τη περίληψη 

Η Άρτεμις και ο Διονύσης ανήκουν σε κόσμους αντίθετους. Άραγε η αγάπη και ο παράφορος έρωτας θα γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσά τους; Δρόμος δύσκολος και άνισος, αφού εκείνη είναι από παληά και πλούσια οικογένεια, ενώ  ο Διονύσης γυιός ψαρά. Ο νεανικός τους έρωτας δεν μπορεί να σταθεί στη κοινωνία της Ζακύνθου. Η ζωή τους χωρίζει για να συνδεθούν ξανά χρόνια αργότερα. Τότε πιά εκείνος, μετά από αγώνες ενάντια στη μιζέρια και την άγνοια, καταξιώνεται σαν διακεκριμένος καθηγητής σε Αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Εκείνη παντρεύτηκε, χώρισε, πόνεσε και τώρα πιά είναι γεμάτη χρέη, με δυό μεγάλα παιδιά. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Ο Διονύσης επιστρέφει στην Ελλάδα, σαν σύμβουλος ξένης κινηματογραφικής υπερπαραγωγής, που γυρίζεται στην αρχαία Ολυμπία και στις Ζακυνθινές ακτές. Η συνάντησή τους μετά από χρόνια χωρισμού είναι γεμάτη πάθος, αντιθέσεις και συγκινήσεις. Βρίσκονται παγιδευμένοι σε αδιέξοδο με αγεφύρωτες διαφορές. Ποιος τους απειλεί; Τι μυστικό κρύβεται πίσω από τη κόρη της Άρτεμις; Τι φοβούνται; Από ποιόν αντιμετωπίζουν θανάσιμες απειλές;  Ο παντοδύναμος έρωτας όμως  κυριαρχεί.


Στη Ζάκυνθο του 1800,  ο πρόγονος της Άρτεμις  κόντε Μαρτινέγκος και η Μπιάνκα, γκουβερνάντα των παιδιών του, έζησαν ένα παθιασμένο και καταλυτικό έρωτα. Τότε τα Επτάνησα ήταν κάτω από την Αγγλική επικυριαρχία. Η Ζάκυνθος με τους ευγενείς, τους ποπολάρους, τα αρχοντικά σπίτια, τις καντάδες και τα φτωχικά καντούνια είναι ο φυσικός περίγυρος της Μπιάνκα και του Αντρέα Μαρτινέγκου. Αλλά και η λαμπερή Βενετία, η Ελληνική επανάσταση και το Παρίσι με τα σαλόνια όπου συχνάζουν συγγραφείς και συνθέτες είναι μέρος της ζωής τους. Διανύουν τη τροχιά τους μαζί σε χαρές, λύπες και περιπέτειες, εκείνα τα ιστορικά χρόνια και δίνουν πνοή στους σημερινούς  εραστές

Το κύμα του έρωτα ξεκινάει με την ιστορία της Bianca στη Βενετία του 1820

Θα ήταν 11 το πρωί, όταν ο σινιόρ Βελούδης, γύρισε στο σπίτι του.  Όπως όλοι οι Έλληνες κατοικούσε στη συνοικία ντεϊ Γκρέτσι (των Ελλήνων),  κοντά στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγ.  Γεωργίου. 
  Είχε τους ώμους γερτούς και τα μάτια ριγμένα χαμηλά. Ερχόταν από το παλάτσο του πλούσιου εμπόρου και πλοιοκτήτη Εσπόζιτο Γκασπαρίνι. Ο γέρο-Εσπόζιτο,  είχε μαζέψει πολύ χρήμα,  αφού τα εμπορικά του πλοία γυρνούσαν τις θάλασσες και έφερναν στη Βενετία, απ΄  όλο τον κόσμο και του πουλιού το γάλα.
  Όμως ένα μέρος της περιουσίας του,  προερχόταν κι από τον δανεισμό.  Τα τελευταία χρόνια που γέρασε ο πονηρός Βενετσιάνος,  είχε σαν χόμπι του την τοκογλυφία. 
  Το αρχοντικό του , ήταν μακριά από το κάμπο ντέι Γκρέτσι (τη συνοικία των Ελλήνων).  Είχε χτιστεί επάνω στο μεγάλο κανάλι,  δίπλα από τη γέφυρα του Ριάλτο και ήταν σωστό παλάτσο.  Τα πρώτα χρόνια που κατοίκησε στο μέγαρο αυτό,  πλήρωνε ενοίκιο.  Όμως ως γνωστόν,  το χρήμα δεν κρύβεται.  Και όταν τελικά αγόρασε το κτίριο  σε εξευτελιστική τιμή,  επειδή ο ιδιοκτήτης είχε φαλιρίσει,  το ανακαίνισε εκ βάθρων. 
  Τώρα αυτό έστεκε επάνω στο κανάλι περήφανο,  εκεί που παλαιότερα,  ήλεγχαν τις θαλάσσιες μεταφορές,  από τη Σαγκάη έως το Ριο ντε Τζανέιρο. 
  -Αννα, φώναξε ο Βελούδης τη γυναίκα του. 
  Εκείνη όμως δεν απάντησε και συνέχισε τη δουλειά με τις κατσαρόλες. Τον  τελευταίο χρόνο που τα οικονομικά τους ήταν πολύ άσχημα,  έφυγαν και όσες υπηρέτριες είχαν απομείνει  στο σπίτι,  γιατί η σινιόρα Βελούδη, δεν είχε να τις πληρώσει. Ετσι τώρα, μαγείρευε μόνη της και όλο γκρίνιαζε για τη μίζερη ζωή που περνούσε .
  -Άννα, της είπε ξανά, Άννα, τι κάνεις;
  - Ε, τι θέλεις; βόγκηξε κουρασμένη, - Μαγειρεύω μπακαλά (μπακαλιάρο).
  - Άσε τις πέντολες (κατσαρόλες) γυναίκα στην άκρη και στάσου εδά πα, να μιλήσουμε.
  -Και σαν τι θέλεις να πούμε; είπε εκείνη δύσπιστη. – Εγινε κάτι σοβαρό, που νον κονόσκο; (που δεν γνωρίζω);
   -Ο σινιόρ Γκασπαρίνι,  μου είπε ότι θα σβήσει από τα τευτέρια του, όλα τα χρωστούμενα, βάζει  όμως έναν όρο.
  -Και τι ζητάει ο παλιόγερος; είπε εκείνη, ακόμα πιο δύσπιστη από πριν.
  -Ζητάει, ζητάει……….
  -Ε, πές το επιτέλους, μολόγα το πια!
  -Να, ζητάει να του δώσουμε για γυναίκα του τη Μπιάνκα μας.
  -Το κορίτσι μας; το λουλουδάκι μας; είπε η Άννα κι έπιασε το κεφάλι της. – Δεκαεπτά Μαϊων κοπέλα, στον ανθό της, να πάρει το σινιόρ Εσπόζιτο;  Μα αυτός είναι ηλικιωμένος.  Κρίμα από το Θεό, δεν βρήκε τίποτα άλλο να ζητήσει ο τοκογλύφος; Ο,τι πολυτιμότερο έχουμε θέλησε;  Κι εσύ τι του απάντησες;

  -Ε, τι ρισπόστα (απάντηση) να του δώσω ; Του είπα ναίσκε.
  -Ένας άθλιος είσαι,  ξέσπασε  η Άννα στον άντρα της εξαγριωμένη. – Αυτό είσαι, ξεπουλάς το παιδί σου για τα χρέη.
  -Εγώ φταίω γυναίκα, που στο τελευταίο ταξίδι το πλοίο μας ναυάγησε; Αναγκάστηκα να μπω στους τόκους με τον Γκασπαρίνι,  και τώρα ζητά να μου πιει το αίμα.
  -Πώς θα το κάνουμε αυτό; μου λες; βογκούσε η Άννα. – Εμείς την Μπιάνκα την εσπουδάσαμε στον Φλαγγίνι. Στο πιο σοβαρό σχολείο.  Είναι μορφωμένη, όμορφη, έχει τρόπους!
  - Ε, να σου πω Άννα, ο σινιόρ Γκασπαρίνι είναι πλούσιος, έχει ένα υπέροχο παλάτσο, γεμάτο υπηρέτριες.  Δεν θα κουράζεται,  τίποτις δεν θα κάνει. Θα είναι μες στους χορούς, σε ζωή πριγκιπική. 
  -Τη ζωή μιας σκλάβας θα περνά, μ΄ ακούς; Αυτός είναι γρουσούζης άνθρωπος.  Κι εγώ σονιάβο (ονειρευόμουν) τα καλύτερα για την κόρη μας.  Ο γιος του Μπαρτολομέο,  αυτό το ομορφόπαιδο τη γλυκοκοιτά.  Θαυμάσιο παλληκάρι και τι οικογένεια!.  Έμποροι μεταξιού,  από τους πιο φημισμένους μες στη Βενέτσια.  Τα διαλεχτά υφάσματα,  για την κόρη μας θα τα κρατούσε.  Κι εσύ τώρα πας να την ξεπουλήσεις στον παλιόγερο;
  -Ε, δεν είναι όποιος κι όποιος ο Γκασπαρίνι,  τα καράβια του γυρνούν, στα πέρατα του κόσμου.
  - Χμ! παλιόγερος είναι, και έχει και την Τζουζεπίνα την κόρη του,  την ασχημομούρα, τη φαρμακομύτα.  Αυτή θα ζηλεύει την Μπιάνκα μας!. 
  -Έλα τώρα Άννα,  αφού η Τζουζεπίνα,  ζεί με τον άντρα της στη Βιτσέντσα.  Δεν θα τη βλέπει η Μπιάνκα και πολύ.
  - Γιατί;  θέλει πολύ ο ντιάμπολο, να χώσει την ουρά του; και σε διαβεβαιώ,  αυτή είναι ο εξ από δω με φουστάνια. 
  -Άννα! Υψωσε τη φωνή ο Βελούδης. -  Μην γκρινιάζεις,  δεν γίνεται τίποτα πια.  Εδωσα την παρόλα μου (το λόγο μου) για το γάμο.  Αύριο θα πάω στον Νοτάιο (συμβολαιογράφο), για το προγαμιαίο συμβόλαιο.  Θα κάμω  κοζί  (έτσι),  αλλιώς ο Εσπόζιτο, θα με κλείσει στη φυλακή.  Αι καπίτο; Σι ο νο;(Κατάλαβες; ναι ή όχι;).
   Η Άννα έβαλε τα κλάματα  κι έφυγε απ΄ την κουζίνα. Άφησε τον άντρα της εκεί, άθλιο,  να παλεύει με τη μιζέρια και τις τύψεις του.   


  Μετά την πτώση του Βυζαντίου το 1453, γύρω στους 4.000 Έλληνες κατέφυγαν στη Βενετία και το 1498 ιδρύθηκε η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα της Βενετίας.

  Το 1577 η κοινότητα απέκτησε δική της εκκλησία, με την αποπεράτωση του ορθόδοξου ναού Αγ. Γεωργίου.
  Αργότερα, αφού η Βενετία καταλείφθηκε από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα το 1797, η κοινότητα έπεσε σε μεγάλη παρακμή.
  Οι Γάλλοι κατακτητές, κατέσχεσαν τις τραπεζικές καταθέσεις, και κάθε αντικείμενο μεγάλης αξίας στα σπίτια. Τότε τα περισσότερα μέλη της κοινότητας,  κατέφυγαν σε άλλες ιταλικές πόλεις,  ή στα Επτάνησα.
   Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η κοινότητα είχε μόλις 30 μέλη. 
Σήμερα, είναι ελάχιστοι οι Έλληνες στη Βενετία,  αλλά λειτουργεί εκεί το σπουδαίο ελληνικό ινστιτούτο βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών.  Η δε βιβλιοθήκη του,  περιλαμβάνει πολλά βυζαντινά χειρόγραφα του 7ου και 8ου αιώνα και 400 βιβλία του 16ου έως 18ου αιώνα.
  

  Πρωί πρωί, 22 κοπέλες 17 χρονών, και οι περισσότερες πολύ όμορφες, ντυμένες με τη στολή του κολεγίου Φλαγγήνι, ανέβαιναν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου στη Βενετία.
  Βρισκόμαστε στην αρχή του Καλοκαιριού, παρόλα αυτά, στις 8 το πρωί, η υγρασία περόνιαζε. 
  Τα κορίτσια όμως,  δεν ένιωθαν ούτε τον κρύο αέρα της θάλασσας,  ούτε τη βενετσιάνικη υγρασία.  Τα μάγουλά τους ήταν κατακόκκινα από τον ενθουσιασμό. Σήμερα έφτασε η μεγάλη μέρα.  Θα τους έδιναν το απολυτήριο του σχολείου.  Ο πατήρ  Νικόλαος τις περίμενε στην πόρτα της εκκλησίας,  να τις ευλογήσει, πριν πάνε στο κολέγιο για τη γιορτή.
   Οι μαθήτριες φίλησαν το χέρι του ιερέα και κατέβηκαν τρέχοντας με φωνές,  γέλια και χοροπηδητά. 
  Ξεχώριζε μια ψηλή, λιγνή κοπέλα,  με μακριά ξανθοκάστανα μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια..............  

Η Bianca είναι χήρα στα 23 της και πάει στη Ζάκυνθο

Ο Gasparini πέθανε αφήνοντας ελάχιστα πράγματα στη γυναίκα του που όταν πέθαναν και οι γονείς της έφυγε για τη Ζάκυνθο......με ένα εμπορικό καράβι που συνάντησε τρομερή τρικυμία και η Bianca έφτασε στη Ζάκυνθο ναυαγός στη ζωή και στη θάλασσα...


Αργά,  αργά, η Μπιάνκα άνοιξε τα πρησμένα από το αλάτι της θάλασσας βλέφαρα.
  Το φως την τύφλωσε και αναγκάστηκε απότομα να τα κλείσει ξανά. Τώρα ένιωθε, σαν μια δροσιά να της σκιάζει το πρόσωπο. Δειλά, δειλά φοβισμένη, με μισόκλειστα τα μαύρα της τσίνορα, κοίταξε γύρω και ψιθύρισε με το λαιμό βραχνό και στεγνό.
  -Ντόβε σόνο, ντόβε;(Πού είμαι, πού);
  Δυο σκούρα καστανά μάτια, που γυάλιζαν στο φως της μέρας, υγρά, και αφάνταστα γλυκά, την κοιτούσαν.
  Εκείνη ανασηκώθηκε, βγάζοντας έναν αναστεναγμό και  με βλέμμα θολό διαπίστωσε ότι τα ζεστά μάτια, ανήκαν σε έναν άντρα, που είχε εξίσου με τα μάτια του, ζεστή και γλυκιά φωνή.
  -Είστε στην παραλία, που βρίσκεται εμπρός στα κτήματά μου σινιορίνα. Σας έβγαλε το κύμα αναίσθητη. Είχατε πιει πολύ νερό και σας κάναμε μαλάξεις για να φτύσετε τη θάλασσα που κατάπιατε. Προφανώς ταξιδεύατε με το καράβι που ναυάγησε.
  -Ναυάγησε; έκανε αναστατωμένη η Μπιάνκα και πήγε να ανασηκωθεί. Ήταν αδύναμη και τρέμοντας έπεσε πίσω στην άμμο.
  -Σινιόρε, ρώτησε πάλι η κοπέλα τραυλίζοντας, -πού βρίσκομαι;
  -Σας είπα, στην παραλία εμπρός από τα κτήματά μου.
  -Ναι, αλλά πού; Σε ποιο μέρος; Και εσείς ποιος είστε;
  -Στη Ζάκυνθο βρισκόμαστε σινιορίνα, στη Ζάκυνθο. Εγώ είμαι ο κόμης Ανδρέας Μαρτινέγκος. Ήμασταν εδώ στο γιαλό με τα παιδιά μου και μερικούς φίλους. Σπαρθήκαμε όλοι κατά μήκος της ακτής, για να βοηθήσουμε τους επιζώντες. Εδώ που είστε σας ξέβρασε το κύμα. Αλλά πέστε μου, το καράβι για πού πήγαινε;
  -Εδώ, στη Ζάκυνθο κύριε.
  -Εδώ ερχόσαστε; Μιλάτε ελληνικά;  Έχετε άλλους συγγενείς μαζί σας για να ψάξουμε; Πολλούς τους έχουν συλλέξει σε βάρκες. Άλλοι…. Άλλους τους βρήκαν…… Ο κόμης απέφυγε να της πει για τους πνιγμένους, για να μην την τρομάξει.
  -Ναι κύριε, μιλάω ελληνικά, η καταγωγή μου είναι από εδώ, αλλά γεννήθηκα και έζησα στη Βενέτσια. Πλοιοκτήτης του καραβιού που ναυάγησε, ήταν ο σύζυγός μου. Μετά το θάνατό του και επειδή είμαι μόνη στον κόσμο, αποφάσισα να έρθω να ζήσω εδώ στην πατρίδα της καταγωγής μου.
  Σ ε αυτά τα λόγια η φωνή της έσβησε γιατί κουράστηκε. Έβαλε δύναμη για να σηκωθεί, έπεσε όμως πάλι πίσω.
  -Μη, μην  προσπαθείτε να περπατήσετε, είστε πολύ αδύναμη, κυρία….
  -Μπιάνκα Γκασπαρίνι ονομάζομαι, τον πατέρα μου τον έλεγαν Βελούδη, είπε η κοπέλα.
  -Είστε πολύ νέα για χήρα Μπιάνκα, μάλλον με νεαρό κορίτσι  μοιάζετε. Ωστόσο καλώς ήρθατε στην πατρίδα των  προγόνων σας. Μην κάνετε καμιά προσπάθεια για να σταθείτε όρθια, θα έρθουν με ένα φορείο να σας πάρουν άνθρωποι από τα κτήματά μου. Θα πάτε στο υποστατικό  μας και εκεί θα σας νοσηλεύσουν. Σύντομα θα σας επισκεφτεί  ο φίλος μου Σπυρίδων Καρβέλας, που είναι γιατρός. Τα κτήματά του είναι δίπλα στα δικά μας.
  Ύστερα γυρνώντας προς τα πίσω, φώναξε:
  -Ρόζα, Ρόζα!
  Αμέσως ήρθε δίπλα του μία κοπελίτσα καστανομελάχρινη, που του έμοιαζε πολύ.
  -Αυτή είναι η κόρη μου, η Ρόζα. Από εδώ φιλιόλα μου (κόρη μου), είναι η Μπιάνκα Βελούδη, χήρα Γκασπαρίνι. Θα τη φιλοξενήσουμε, μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία της. Να το πεις και στα άλλα σου αδέλφια, να μην κάνετε φασαρία γιατί η Μπιάνκα χρειάζεται ανάπαυση.
  Ήταν αυστηρός, χωρίς όμως να φωνάζει. Η ηρεμία και η σιγουριά του, πήγαζαν από μία εσωτερική δύναμη.
  -Μα δεν θα σας αναστατώσω; Ψέλλισε η Μπιάνκα αδύναμα; -Η κυρία σας τι θα πει αν της κουβαληθεί μία ναυαγός στο σπιτικό της;
  -Η σύζυγός μου Μπιάνκα δεν θα πει τίποτα, γιατί τη χάσαμε πριν μερικά χρόνια. Εγώ λοιπόν θα αναθέσω στη Ματούλα που κρατά το νοικοκυριό σαν οικονόμος, να σας φροντίσει. Η μεγάλη μου κόρη η Ρόζα, αλλά και η Χρυσάνθη όπως και τα μικρότερα παιδιά, θα σας περιποιηθούν μαζί με τη βοήθεια των ανθρώπων που έχουμε στο κτήμα.
  Όμως πέστε μου, χάσατε κάποιον δικό σας στο ναυάγιο;
  -Όχι κύριε, μόνη μου ταξίδευα. Οι γονείς μου με πάντρεψαν πριν από πέντε χρόνια, αλλά και οι δύο πέθαναν στη μεγάλη χολέρα. Πριν λίγο καιρό ο σύζυγός μου απεβίωσε και η κόρη του είναι η μόνη κληρονόμος της.  περιουσίας του. Εγώ δεν είχα θέση πουθενά σε όλα αυτά και έτσι αποφάσισα να φύγω και να αλλάξω ζωή.
  Όση ώρα μίλαγε τραυλίζοντας και κομπιάζοντας, ο κόμης Μαρτινέγκος την κοιτούσε συνοφρυωμένος, και μια βαθιά ρυτίδα χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια του.
  -Ανάρμοστο γάμο σας έκαμαν, παρατήρησε εκείνος.
  Η Μπιάνκα δεν απάντησε μόνο χαμογέλασε αχνά.
  - Δέχομαι με ευγνωμοσύνη την ανιδιοτελή φιλοξενία σας, όμως σίγουρα θα χρειαστώ εργασία όταν συνέλθω.
  Ο κόμης φώναξε τους ανθρώπους του για να οδηγήσουν την Μπιάνκα στην εξοχική κατοικία, που φαινόταν μέσα στα κτήματα με τα αμπέλια και τις ελιές.
  -Υποθέτω Μπιάνκα, είπε η Ρόζα με γλυκιά φωνή ότι τα πράγματά σας θα χάθηκαν στη θάλασσα.
  -Ναι, αναστέναξε εκείνη,  δεν έχω τίποτα μαζί μου, εκτός από αυτά τα βρεγμένα.
  -Δεν πειράζει, είπε γλυκά η κοπελίτσα, θα σας αναλάβουν οι αδερφές μου και εγώ. Θα είστε η ζωντανή μεγάλη κούκλα μας.
  Ενθουσιασμένες με την προοπτική ενός τέτοιου παιχνιδιού, ακολούθησαν τον επιστάτη  και τους ανθρώπους του μέσα στα κτήματα. Άφησαν πίσω τη μικρή χρυσή παραλία. Ο ήλιος έκαιγε ζεστός και ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Είχαν φτιάξει ένα φορείο για την Μπιάνκα. Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο κούνημα του πρόχειρου ράντζου που τη μετέφεραν.
  Ένιωθε τις μυρωδιές, το χάδι του ήλιου.   Άκουγε τα πουλιά και το βόμβο των μελισσών.
 «Στη γη της Επαγγελίας έφτασα», σκέφτηκε και όπως ήταν κατάκοπη αποκοιμήθηκε. 




  Είχε πια αναρρώσει.!
  Πήγε στην κάμαρη όπου ήταν το λουτρό. Αυτή δεν διέφερε και πολύ από την αντίστοιχη που είχε στη Βενετία, στο μέγαρο Γκασπαρίνι. Και εδώ υπήρχαν λεκάνες γεμάτες από καθαρό νερό, μια μπανιέρα με πόδια, κανάτες και πολλές πλάκες σαπουνιού καθώς και πετσέτες λινές και βαμβακερές. Σε όλα τα πανικά, ήταν κεντημένο το μονόγραμμα του κόντε Μαρτινέγκου.
  Η ζωή σε αυτό το αρχοντικό του Τζάντε, ήταν απλή, γιατί και τα αφεντικά εδώ, ήταν απλοί και καλοί άνθρωποι. Όμως η Μπιάνκα καταλάβαινε ότι τούτη την αίθουσα λουτρού που έβρισκε κανείς όμοια και στα πλούσια ευρωπαϊκά σπίτια, δεν την είχε κι ο καθένας σ΄ αυτό το μικρό νησάκι του Ιονίου.
  Ήταν σαφές, ότι η οικογένεια Μαρτινέγκου, ήταν από τις πρώτες του τόπου, με όνομα γραμμένο στο libro doro (τη Χρυσή Βίβλο με τα ονόματα των Επτανήσιων Ευγενών). Είχαν αρχοντιά και πλούτη, παρά τους απλούς και καταδεκτικούς τρόπους που χαρακτήριζαν τα παιδιά του κόντε.
  Αφού πλύθηκε και σιγυρίστηκε, ντύθηκε με ένα από τα δύο καινούρια φορέματα. Αέρισε το δωμάτιό της, έστρωσε το κρεβάτι και βγήκε με σκοπό να πάει στην κουζίνα.
  Δεν ήθελε να επιβαρύνει άλλο τη Ματούλα, ούτε οι υπηρέτριες να της ανεβοκατεβάζουν τους δίσκους με το πρωϊνό ρόφημα ή το φαγητό.
  Στάθηκε διστακτικά στο μεγάλο φωτεινό χωλ που ήταν έξω από την κάμαρη της.
  Κοιτούσε  από τα μεγάλα παράθυρα τα αμπέλια που τριγύριζαν το υποστατικό και μαγεμένο το βλέμμα της, έπεσε στη θάλασσα που γυάλιζε πέρα μακριά στον ορίζοντα.
  «Τι όμορφο μέρος!», σκέφτηκε. «Τι χαρούμενα και φωτεινά είναι όλα εδώ!».
  Δεν ήξερε προς τα πού να πάει αφού σαν έφτασε σε αυτή τη βίλα, ήταν σχεδόν λιπόθυμη.
  Τώρα έστεκε λοιπόν εκεί στη μέση του διαδρόμου μιας και δεν γνώριζε τα κατατόπια του σπιτιού. Εκείνη την ώρα, από μια πόρτα στο βάθος του κοριντόιο, (διαδρόμου), βγήκε ο κόμης.
  -Α! Έβγαλε ένα επιφώνημα ευχάριστης έκπληξης. –Να και η παραλίγο πνιγμένη Βενετσιάνα, είπε, και αστειεύτηκε καλόκαρδα προσθέτοντας ενθαρρυντικά, - μια χαρά σας βλέπω νεαρή μου κυρία. Σιδερένια! Εύχομαι να ξεχάσετε γρήγορα την περιπέτειά σας.
  -Καλημέρα σιορ Αντρέα, είπε η Μπιάνκα χαρούμενα και δυο λακάκια έσκασαν στα μάγουλά της. – Δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω και εσάς και τα παιδιά αλλά και τους ανθρώπους που εργάζονται εδώ. Με φροντίσατε όλοι με μεγάλη καλοσύνη. Αν δεν ήσασταν εσείς, ίσως τώρα δεν θα βρισκόμουν στη ζωή.
  -Ε, μην τα παραλέτε γιατί αν χρωστάτε σε κάποιον χάρη, είναι στο Θεό που σας φύλαξε και φυσικά - μα τον Άγιο, στη γερή σας κράση.  Αυτό τουλάχιστον μου είπε ο γιατρός που σας εξέτασε. Μην στεκόμαστε όμως εδώ όρθιοι. Ελάτε στο γραφείο μου να μιλήσουμε, της είπε ευγενικά και άνοιξε την πόρτα πίσω του.
  Η Μπιάνκα προχώρησε διστακτικά και κάθισε απέναντί του κοκκινίζοντας ελαφριά γιατί ένιωθε συγχυσμένη κάτω από το διεισδυτικό του βλέμμα.
  -Πέστε μου λίγα πράγματα για τη ζωή σας, της είπε εκείνος και την κοίταξε ευθεία στα μάτια. -Καταλαβαίνετε, πρόσθεσε  με ειλικρίνεια, -ότι με τις συνθήκες που γνωριστήκαμε δεν ξέρουμε τίποτα για την «Ανώνυμη Βενετσιάνα».
  -Βεβαίως, να σας πω ότι θέλετε είπε η Μπιάνκα πρόθυμα και κοιτώντας τον με το καθάριο βλέμμα της πρόσθεσε: - Θα σας παρακαλέσω μάλιστα αφού μου σώσατε τη ζωή, να με βοηθήσετε να βρω μία εργασία. Έτσι θα μπορέσω να ζήσω εδώ, σε αυτό τον τόπο της καταγωγής μου, κάτι που πάντα ονειρευόμουνα.
  -Θα τα δούμε όλα αυτά με τη σειρά τους, κυρία Γκασπαρίνι απάντησε αυτός μαλακά.
  -Καλύτερα να με φωνάζετε Μπιάνκα του αντιγύρισε εκείνη και με λίγα λόγια του εξιστόρησε τη ζωή της στη Βενετία, από τα σχολικά χρόνια, μέχρι τη στιγμή του ναυαγίου. Δεν έκρυψε το χρέος του πατέρα της στο μακαρίτη τον Γκασπαρίνι αλλά ούτε και την περιφρονητική στάση της κόρης του Τζουζεπίνας απέναντί  σε αυτήν.
  Ήταν σαφές, ότι αφού εκείνη δεν κληρονόμησε τίποτα, τόσο ο σύζυγός της, όσο και ο πατέρας της, την εκμεταλλεύτηκαν για τα καλά. Την υποτίμησαν και δεν τη λογάριασε κανείς τους.
  Ήταν μια τόσο νέα χήρα, χήρα ενός πλούσιου ανθρώπου, αλλά απένταρη και στους πέντε δρόμους. Κανείς από τους δικούς της δεν τη σεβάστηκε…..
  Την πικρία που στάλαζαν τα λόγια της, προσπαθούσε η Μπιάνκα να την κρύψει πίσω από μία στάση αξιοπρέπειας.
  Δεν κατηγορούσε το σύζυγό της για τίποτα, ούτε κλαιγόταν για την κατάστασή της, απλά ζητούσε μια τίμια εργασία.
  Ο κόντε Αντρέας, την άφησε να ολοκληρώσει τη διήγησή της χωρίς να τη διακόψει ούτε λεπτό.
   Όταν η Μπιάνκα σταμάτησε να μιλάει, εκείνος της είπε ήσυχα.
  -Τα ξέρω αυτά Μπιάνκα, πριν από αρκετές μέρες μου τα είπε και η Ματούλα.
  Ύστερα  πρόσθεσε ειλικρινά και ντόμπρα.
  -Εγώ, δέχομαι αυτά που μου είπατε, και δεν αμφισβητώ τα λόγια σας. Όπως πολλοί άνθρωποι στα Επτάνησα, έχω δεσμούς με τη Βενέτσια. Χωρίς να σας κακοφανεί λοιπόν αυτό που θα σας πω, ζήτησα να μάθω για εσάς. Από τους καθηγητές στη σχολή που φοιτήσατε, αλλά και από το συμβολαιογράφο του συζύγου σας.
  Δεν αμφιβάλλω ότι σύντομα θα έχω τις άριστες συστάσεις σε ότι σας αφορά. Μετά από αυτό, θα συζητήσουμε για   την εργασία και την εγκατάστασή σας εδώ στο νησί.
  -Είμαι λοιπόν υπό εξέταση; ρώτησε η Μπιάνκα ελαφρά ενοχλημένη κι έσκυψε το κεφάλι, για να μη δει εκείνος τα μάτια της που βούρκωσαν.
  -Μπιάνκα, ψιθύρισε σιγανά ο Αντρέας, κοίταξέ με!
  Συνάντησε το γαλάζιο βλέμμα της και είδε δυο καυτά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της.
  -Που να πάρει, δεν θέλω να νιώθεις ότι σε προσβάλλω και σε μειώνω. Το σπίτι μου είναι ανοιχτό για σένα, όμως έχω οικογένεια, μικρά παιδιά, και ένα όνομα εδώ στο Τζάντε. Εσύ μας έφτασες ουρανόσταλτη, ή μάλλον για να είμαι ακριβής σε έστειλε το πέλαγος….. Έχω υποχρέωση να φυλάξω και την οικογένεια και το όνομά μου.  Πριν σε αγαπήσουμε όλοι και γίνεις μέλος της φαμίλιας μας, πρέπει να βεβαιωθώ ότι η Μπιάνκα είναι αυτή που φαίνεται. Το καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι;
  -Το καταλαβαίνω, ψέλλισε εκείνη κι έσκυψε πάλι το κεφάλι αναστενάζοντας βαθιά.
  -Εύχομαι να είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που σε πικραίνω, της είπε ο Αντρέας τρυφερά και με τα δάχτυλά του σήκωσε το πηγούνι της.

  -Δεν θα μου άρεσε να ξεψαχνίζω τη ζωή σου, της είπε, - κι εσύ να μην το γνωρίζεις. Εκείνος μιλούσε σιγά, τρυφερά και το σκούρο βλέμμα του ενώθηκε με το ανταριασμένο σαν θάλασσα δικό της. 

No comments:

Post a Comment