O Γιάννης και η Μαρίνα Αλεξάνδρου άρχισαν τα σχέδια για το νέο βιβλίο. Η Μαρίνα έχει στήσει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και ο Γιάννης ψάχνει απελπισμένα να ταιριάξει το σήμερα και το τότε. Πιο πολλά δεν θα σας πούμε προς το παρών!!!

Παλάτια του Βοσπόρου


Mόνο ένα λεπτό νήμα χωρίζει την Iστορία από το μύθο. Kρυβόμαστε στους λάγνους οντάδες των χαρεμιών, ταξιδεύουμε στους καταυλισμούς των τσιγγάνων του Δούναβη, ζούμε στον παλμό της αυτοκρατορικής Bιένης. Mπροστά από τα μάτια μας περνούν τα βενετσιάνικα παλάτια και τα φαναριώτικα αρχοντικά. Γίνονται δικά μας τα ναυτιλιακά και εμπορικά συμφέροντα των Eλλήνων της Tεργέστης, μας συναρπάζουν οι κουρσάροι και οι μπουρλοτιέρηδες του Aιγαίου.
Tο κεντρικό πρόσωπο του χθες είναι μια γνήσια Eλληνίδα, γοητευτική γυναίκα και αξεπέραστη κυρία. Mας μαγεύει, μας συναρπάζει και συχνά μας διασκεδάζει. Oι αγώνες, οι θυσίες, οι έρωτές της γίνονται και δικοί μας. Mπορεί να μαθαίνουμε τα ερωτικά της μυστικά, αλλά παράλληλα τα γεγονότα συνιστούν σταγόνες ανθρωπιάς και δύναμης μέσα στον ωκεανό της Iστορίας.


Μια και είπαμε ότι στις σελίδες που αφορούν τα βιβλία μας θα βρίσκετε πάντα τη περίληψη και άλλα, να δούμε ένα άλλο!!! Είναι στη σελίδα 366 ατα ΠΑΛΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ

Η Λίνα ήταν μια μεστή όμορφη κοπελίτσα. Είχε πάρει το μπόι και τα ξανθά μαλλιά του Αλέξανδρου, αλλά και την υπέροχη σταράτη επιδερμίδα της μητέρας της, τα μεγάλα μαύρα της μάτια, έμοιαζαν ολόιδια με της Μακρίδαινας, μάτια που ακόμα και τώρα έκαιγαν καρδιές.
          Σιγά - σιγά η φλόγα και η επαναστατική διάθεση της κοπελίτσας  αντικαταστάθηκαν από τη σύνεση και το μέτρο. Όμως μέσα στο βλέμμα της υπήρχε πάντα η αντάρα για κάθε τι αγνό και ωραίο.
         
          Ήταν ένα ζεστό απογευματάκι, καλοκαιρινό, γλυκά Κωνσταντινοπολίτικο. Η Λίνα κατέβηκε στο κήπο να πάρει λίγο δροσιά. Κανονικά τέτοια εποχή έπρεπε να βρίσκεται με τους δικούς της ήδη στο «Γυαλί τους» στο Βόσπορο, όμως ο Αλέξανδρος έλειπε με τα δυο αγόρια. Είχαν πάει στην Ευρώπη για δουλειές και θα γύριζαν σε δυο τρεις μέρες,  για να μεταφερθούν όλοι μαζί στο «Καλοκαιρινό τους».
          Στη Πόλη και στο Φανάρι τώρα ήταν μόνες η Μαρία με τη Λίνα και τις γυναίκες του μαγεριού.
          Η Μαρία βέβαια θα είχε προηγηθεί των ανδρών και θα ξεκαλοκαίρευε ήδη στο Βόσπορο, αν ένα λουμπάγκο στη μέση δεν την είχε ακινητοποιήσει στη κάμαρή της.
-         Να κάτσεις κυρία Μακρίδη δέκα μέρες ξαπλωτή, να ταβλωθείς, γιατί αλίμονό σου το χειμώνα με την υγρασία. Θα κουτσαίνεις κακομοίρα μου ! Αυτά της είπε ο κυρκιτσής και της έδωσε για φάρμακο δυο αλοιφές από μαντζούνια. Ε πια μπρος σ’αυτή την απειλή, η Μαρία έκαμε ότι της συμβούλεψε ο πρακτικός. Αλίμονό της να κλειστεί στο σπίτι ! Για την Μακρίδαινα αυτό ήταν χειρότερο και από θάνατο.
Η Λίνα τριγύριζε στο σπίτι κλεισμένη και βαριόταν φρικτά. Χωρίς τ’αδέλφια της που τη συνόδευαν στα απογευματινά και τις βόλτες, δεν είχε τι να κάνει. Μαζί τους τριγυρνούσε στους κήπους και τις πλατείες, έπινε το τσαγάκι της ή ακόμα καλύτερα τα δροσερά σερμπέτια και τις γρανίτες. Έτσι τώρα βαριεστημένη από τη κλεισούρα κατέβηκε στο κήπο κουβαλώντας μαζί της ένα ρομάντζο του Φλομπέρ και τη βεντάλια της. Επειδή όμως ήταν από πάντα της λαίμαργη, μαζί με το βιβλίο κρατούσε και μια φοντανιέρα, με τ’αγαπημένα της λουκουμάκια που είχαν γεύση φιστικιού. Βολεύτηκε στη σκιά και πιο πολύ απολάμβανε την ησυχία και μασούλαγε παρά διάβαζε.
Ονειροπολούσε, σκεφτόταν την Ευρώπη, ήθελε κι αυτή να ταξιδέψει. Την αγαπούσε την Πόλη και το Πέραν, όμως ποθούσε και να πετάξει, να δει και άλλα μέρη, να γνωρίσει τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που τόσο συχνά πήγαιναν οι γονείς και τ’αδέλφια της.
-         Τώρα πια που είσαι κοτζάμ δεσποινίς, θα σε πάρω μαζί μου την επόμενη φορά, είχε υποσχεθεί ο κύρης της και η Λίνα το περίμενε αυτό όλο ανυπομονησία.
Ονειροπολούσε όμως προσμένοντας και την αγάπη. Δυο τρεις φίλες της είχαν μπλεχτεί στα δίχτυα του έρωτα και μια η πιο προχωρημένη μάλιστα, είχε φιληθεί κιόλας.
          Τα σκεφτόταν αυτά όταν απ’το διπλανό  κήπο, μια βαθιά και λίγο βραχνή φωνή την έβγαλε από τις ονειροπολήσεις της.
-         Καλησπέρα Λίνα, είσαι η Λίνα έτσι δεν είναι ;  Σ’αυτό το άκουσμα σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα της φωτίστηκε.
-         Σελίμ ! Σελίμ, πότε ήρθες ; Μ’αυτά τα λόγια πετάχτηκε ορθή και έτρεξε στη μάντρα από τριανταφυλλιές που χώριζαν το κήπο του Μακρίδη από αυτόν του Μπέη.
-         Ήρθα χθες βράδυ. Τελείωσα τις σπουδές μου Λίνα και ήρθα για να μείνω πια εδώ.
-         Αχ Σελίμ ! Αγνώριστος έγινες είπε η Λίνα και τον κοιτούσε κοκκινίζοντας μέχρι τ’αυτιά.
Παρατηρούσαν ο ένας τον άλλο εξεταστικά, με ενδιαφέρον και με μια πιπεράτη αίσθηση που τους αναστάτωνε.
          Η Λίνα θωρούσε ένα νέο όμορφο, μελαχρινό και με μια ματιά μαύρη, βελούδινη σαν χάδι.
          «Έχει τόσο ευγενικό παρουσιαστικό όσο ………..όσο και ο μπαμπάς, σκέφτηκε παιδικά, ξεχνώντας την άβυσσο που χώριζε τον Σελίμ από τον Αλέξανδρο. ΄Άβυσσος, έρημος ανάμεσά τους, τόσο στην ηλικία, όσο στη θρησκεία την πατρίδα, τα πιστεύω. Το μόνο κοινό στους δύο άνδρες ήταν η κοινωνική θέση και ο σεβασμός. Την φαμίλια του Σελίμ με αυτή της Λίνας έδενε από ανέκαθεν εκτίμηση και φιλία. Ήταν καλοί γείτονες ο Μπέης και ο Φαναριώτης προεστός.
          Άριστη η οικογένεια του Σελίμ με παράδοση και αρχοντιά. Η γιαγιά του ήταν από ανέκαθεν η καλύτερη φιλενάδα της Κατίγκως Μακρίδη και η μητέρα του στενή, κολλητή της Μαρίας. Τώρα η Αισέ η αδερφή του, μοιραζόταν τα μυστικά της με τη Λίνα.
          Ύστερα από πέντε χρόνια απουσίας στη Γαλλία, ο Σελίμ επέστρεψε από το Παρίσι στη Κωνσταντινούπολη, με το δίπλωμα του γιατρού και αυτό το ζεστό καλοκαιριάτικο απόγευμα, παρακολουθούσε μ’ενδιαφέρον τη μικρή γειτονοπούλα, να έχει εξελιχθεί σε μία ελκυστική νεαρή γυναίκα που κοκκίνιζε στο βλέμμα του και τραύλιζε ελαφριά από τη ταραχή της.
          Έτσι απλά, σαν να ήταν γραφτό από τα γεννητούρια τους, μες τη ζέστη του απομεσήμερου και τις τριανταφυλλιές της μάντρας ο Σελίμ και η Λίνα αγαπήθηκαν.
          Αγαπήθηκαν δυνατά με πάθος , και με καημό, γιατί ήταν μια αγάπη αδιανόητη για όλους γύρω τους. Γιατί δεν έπρεπε, γιατί εκείνος ήταν Τούρκος και εκείνη Ρωμιά, Ελληνίδα, προαιώνιοι εχθροί.
          Η Λίνα ήταν χριστιανή, στην αγκαλιά της Παναγιάς και εκείνος Μουσουλμάνος πιστός στο Κοράνι.
          Μπορεί οι πατεράδες τους να συμπεριφέρονταν σαν καλοί γείτονες και φίλοι αλλά ως εκεί. Όλα τ’άλλα ήταν απαράδεχτα, ήταν αμαρτία.
          Σε ποιον να το πουν; Σε ποιον να τ’ομολογήσουν ;
          Αχ ντροπή ! Τέτοια ντροπή που θα σκότωνε τη Μαρία, και θα’ρηχνε του θανάτου τον Μπέη. Τα ‘αδέλφια της Λίνας δεν θα τολμούσαν ν’αντικρύσουν άνθρωπο ! Πάει πια, θα κόβονταν μαχαίρι τα σούρτα φέρτα , ακόμα και τον δουλικών από το παραπόρτι του κήπου.
          Πότέ ξανά δεν θα στέλνανε πεσκέσι και γλυκό, η Τουρκάλα και η Ρωμιά η μια στην άλλη. Ποτέ δεν θα δάνειζαν μεταξύ τους τη ράφτρα. Και στις μεγάλες μπουγάδες, όταν έμπαινε χειμώνας δεν θα απλώνονταν η μια στο πλυσταριό της άλλης.
          Αλλάχ, Αλλάχ, Παναγιά μου βοήθα, βοήθα τους δυο αθώους απ’τον κατατρεγμό.
-         Πόσο σ’αγαπώ, αναστέναζε ο Σελίμ λιώνοντας με τη ματιά το γλυκό ξανθόμαλλο κορίτσι του.
-         Για σένα θα σκότωνα τα όνειρά μου, απαντούσε η Λίνα.- Δεν μου μένει παρά να πέσω στο Βόσπορο να πνιγώ….
-         Αχ Σελίμ, Σελίμ πως καίγομαι, πως σε ποθώ, μουρμούριζε εκείνη και φιλούσε τα κόκκινα χείλη του. Και με τους αναστεναγμούς η αγάπη θέριευε και επειδή ήταν απαγορευμένη κατέτρωγε τα σωθικά.
Διασταυρώνονταν τα σπαθιά των Δερβίσηδων, με την πολεμική κραυγή των επαναστατημένων Πόντιων, σε κάθε αγκάλιασμα φωτιά των δύο νεαρών εραστών.
Πώς να κρατήσει κανείς το ποτάμι που ξεχειλά; Αυτό πλημμυρίζει τα πάντα στο διάβα του. Πώς να σβήσει κανείς την αγάπη και να στερέψει τη ψυχή σε κορμιά νεανικά, γερά, αγνά που ο παλμός τους ορμά να κατακτήσει βουνά, να ξεπεράσει θρησκεία και φραγμούς.
-         Αγάπη μου κανείς δεν θα μας δεχτεί, θα μας διώξουνε από παντού, για εμάς δεν υπάρχει καταφύγιο και ελπίδα.
-         Έστω κι έτσι εγώ σε θέλω, μα τον Αλλάχ η ψυχή μου σου ανήκει.
-         Παναγιά μου παρθένα, πόσο τον αγαπώ ! Παναγιά μου παρθένα το παιδί του στα σπλάχνα μου κρατώ. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Ααααααααχ………………
Το παιδί μιας Χριστιανής και ενός Μουσουλμάνου ! Τουρκόσπερμα μωρή ; Φτούσου ! Θα λέγαν όλοι οι συγγενείς. – Φτούσου αδιάντροπη που δεν σεβάστηκες εικονίσματα και κύρη, που ντρόπιασες την μάνα σου και ξεπούλησες την επανάσταση.

-         Ούνα μου χαθείς που ξενέρωσες με μια Ρωμιά ! Αυτές ο Σουλτάνος μας τις έχει για να πλαγιάζει, Σελίμ, όχι για να τις τιμά, θα λέγανε του Μπέη.
Κι όμως οι καρδιές τους χτυπούσανε στον ίδιο χτύπο, βλέπανε το ίδιο όνειρο.
Για τον Σελίμ ήταν η καλή του, η αγνή παιδούλα που έκλεψε την καρδιά του και για την Λίνα ο Σελίμ ήταν ο Θεός……….. Έλιωνε στ’αγγιγμά του, έσβηνε στη ματιά της….. Ριγούσαν σε μια ανάσα, ο πόθος τους έκαιγε σαν καμίνι κι ήταν πόθος γνήσιος, γλυκός, ελεύθερος όπως ο αέρας, καθαρός όπως είναι η κάθε πραγματική αγάπη.
-         Για σένα θα σκότωνα τα όνειρά μου………..

Δεν τα σκότωσαν απλώς τα άλλαξαν. Εκεί ψηλά στον ουρανό ο Μωάμεθ και η Παναγιά χαμογέλασαν και τους ευλόγησαν. Ο Σελίμ αποφασιστικά παίρνοντας από το χέρι τη μικρούλα Λίνα το ΄σκασαν από την Πόλη. Εγκατέλειψαν την όμορφη νύφη του Γαλατά και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Εκεί έφτασαν χωρίς παράδες, μ’εφόδια το δίπλωμα του γιατρού και για αποσκευές την αγάπη τους. Ευλογήθηκαν με δυο παιδιά, τη Μαρία την νεώτερη και τον Άιμαν.
Ο νεαρός γιατρός, “ο Τούρκος” όπως έλεγαν οι πελάτες του, έγινε αγαπητός στους ασθενείς του. Και η Λίνα γρήγορα αναγνωρίστηκε στη γειτονιά τους σαν μια φίνα και γλυκιά κυρία.
Παντρεύτηκαν με γάμο πολιτικό, ποτέ δεν αλλαξοπίστησαν, ούτε εκείνη, ούτε αυτός. Στα παιδιά τους δίδαξαν την ηθική και τις αξίες, όταν μεγάλωναν από μόνα τους θα επέλεγαν με σεβασμό τη θρησκεία που θα προτιμούσε το καθένα από αυτά.

Με τα χρόνια που κύλησαν γλύκανε ο Μπέης, γλύκανε και η Μακρίδαινα. Έτσι μια μέρα ύστερα από καιρό, η Μαρία χτύπησε τη πόρτα της γειτόνισσας.
-         Έλα να σε χαρώ, έλα και έφταιξα γλυκό τριαντάφυλλο, σου φερα να το δοκιμάσεις.
Η Τουρκάλα την έβαλε στο μιντέρι της κι έβγαλε από το μπαούλο ένα σακουλάκι χρυσά Κωσταντινάτα για να μοιράνει τα μωρά και μαζί είχε δυο λευκοκέντιτα παιδικά ρουχαλάκια.

Τότε η Μαρία Μακρίδη και η γυναίκα του Μπέη πέσαν με χαρά η μια στην αγκαλιά της άλλης. Ήταν αναμενόμενο πια να γίνουν δυο ευτυχισμένες χαζογιαγιάδες. Χαμογέλασαν ο Μωάμεθ και η Παναγιά, χαμογέλασαν, γιατί πάντα οι Θεοί χαμογελούν όταν βλέπουν τα παιδιά να μεγαλώνουν με αγάπη……………… 


Στις 27 Σεπτεμβρίου 2016 λάβαμε το παρακάτω e-mail

Νοιώσαμε μεγάλη χαρά-η Μαρίνα βούρκωσε- και ο Γιάννης άρχισε να ψάχνει στο διαδίκτυο να βρεί κάτι σχετικό. Και να τι βρήκε


Το πρόγραμμα του Πανεπιστήμιου για τα μαθήματα Νεοελληνικών με ανάγνωση κειμένων από ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ.
Ευχαριστήσαμε τη κυρία Χαλαζιά με όλη μας τη καρδιά και της υποσχεθήκαμε ότι θα την επισκεφτούμε στη Βέρνη.

Και λίγες φωτό από το οδοιπορικό του βιβλίου













No comments:

Post a Comment