O Γιάννης και η Μαρίνα Αλεξάνδρου άρχισαν τα σχέδια για το νέο βιβλίο. Η Μαρίνα έχει στήσει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και ο Γιάννης ψάχνει απελπισμένα να ταιριάξει το σήμερα και το τότε. Πιο πολλά δεν θα σας πούμε προς το παρών!!!

ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΕΣ ΖΩΗΣ


Δυο στιγμές της ζωής το χθες και το σήμερα.
Χθες, το ταξίδι στην αυτοκρατορική Κίνα, 
η άφιξη με το Οριάν Εξπρές στην Κωνσταντινούπολη
κι αργότερα μια καινούρια αρχή στη Θεσσαλονίκη 
και στο προπολεμικό Λονδίνο.
Στα μονοπάτια της ζωής, η Ξανθή διασταυρώνεται 
με τον Μάρκο, την ανεκπλήρωτη αγάπη από τη χαμένη πατρίδα.
Μετά έρχεται ο Πάτρικ, ο πληθωρικός Άγγλος ρεπόρτερ, 
που μαζί διασχίζουν τη Μάγχη, ενώ στην Ευρώπη
πέφτει η σκιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 
Η απελευθέρωση τη φέρνει πίσω στην Ελλάδα για να χτίσει
με πάθος και πείσμα από την αρχή τη ζωή της. 
Σήμερα, η Σόνια, απόγονος του Μάρκου, εμπλέκεται ερωτικά
με δύο άντρες, τον Λεωνίδα και τον Μάνο. 
Δυο φόνοι που θα διαδραματιστούν μπροστά στα μάτια της 
είναι το μοιραίο σταυροδρόμι που θα την παγιδέψει
στον ιστό της αράχνης των μεγάλων συμφερόντων 
και του ξεπλύματος χρημάτων.
Ο αστυνομικός Στέφανος Λύτρας θα αναλάβει 
να ξεσκεπάσει τους φόνους,
τη διαπλοκή και τα αφανέρωτα μυστικά, 
ώστε τα σκοτάδια να διαλυθούν 
και να έρθει η κάθαρση και η δικαιοσύνη. 

Και έτσι ξεκινάει....

 …..Η κοπέλα έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και ο ξένος έπεσε νεκρός πάνω στο τραπέζι, γεμάτος αίματα.
 Έγινε μεγάλη φασαρία και επικράτησε πανικός.
 Εκείνη τρομοκρατημένη άρχισε να τρέχει, μπερδεμένη με τους   ανθρώπους που φύρδην-μίγδην οδηγούνταν προς την έξοδο.
 Καλεσμένοι παρέσερναν τα τραπέζια, καρέκλες αναποδογύριζαν   και τα πιάτα έσπαγαν με τα φαγητά, να χύνονται στο δάπεδο.
 Ούτε ήξερε, σε ποιο σημείο της αίθουσας βρισκόταν, όταν έριξαν   και δεύτερη σφαίρα, χτυπώντας και άλλον….
 Η κοπέλα είχε κρυφτεί κάτω από το τραπέζι, κοντά στον άτυχο   επιχειρηματία.
 Ο μεγάλος πολυέλεος της αίθουσας, έπεσε κάτω κάνοντας   τρομακτικό θόρυβο. Τα γυαλιά εκτινάχθηκαν παντού,   τραυματίζοντας πολύ κόσμο.

 Κανείς δεν μπόρεσε να δει τον δολοφόνο, μέσα στον χαμό που ακολούθησε τους   πυροβολισμούς…..


Και αργότερα βρισκόμαστε στη Πόλη του 1920....

Μια νύχτα χειμωνιάτικη

 Μια νύχτα χειμωνιάτικη, ο Βόσπορος περόνιαζε και βυθιζόταν υγρασία. Από την Ρωσία και την Μαύρη Θάλασσα, κατέβαινε ένας παγωμένος βοριάς, που σφύριζε και σήκωνε μεγάλα κύματα.
 Οι βάρκες και τα πλοιάρια κουνιόντουσαν σαν καρυδότσουφλα και η φτωχολογιά υπέφερε.
 Η Ελένη τυλίχθηκε στο σάλι που φορούσε μέσα στο σπίτι και φώναξε.
-Μαριόγκα, Μαριόγκα, απάντηση όμως δεν πήρε. Στάθηκε στην κορφή της σκάλας και φώναξε ξανά. –Βρε Μαριόγκα, δεν ακούς που σε λέω;
-Ορίστε καλέ κυρά, εδώ είμαι, απάντησε η γυναίκα.
-Άναψε την σόμπα, πολιοκρυώσαμε εδώ μέσα. Και κάνε κανένα ζεστό βραστάρι. Άντε, και μέχρι να τα κάμεις αυτά, εγώ θα φτιάξω ένα χαλβαδάκι. Στέγνωσε ο στόμας μας. Άντε μπρε, πάγωσαν και τα χέρια μας. Η Ξανθούλα, πόθε βρίσκεται;
-Στην κάμαρη της κυρά, μελετάει, μουρμούρισε η Μαριόγκα.
 Ήταν από τον Πόντο, ορφανή. Μισορωσίδα-Μισορωμιά, όμως ήρθε στην Πόλη από τα μικράτα της και έκτοτε το σπίτι του κυρ Ανέστη έγινε και δικό της, η οικογένεια που δεν είχε.
 Σιάχτηκε το χαλβαδάκι και ο Ανέστης φορώντας την ζεστή ρόμπα του σπιτιού, κάθισε να πιεί το βραστάρι. 
-Μμ! Μοσχοβολάει ο χαλβάς σου. Του έβαλλες και μπόλικο μύγδαλο, όπως μου αρέσει, έκανε μπουκωμένος.  
-Μαριόγκα, φώναξε ύστερα ρουφώντας μια γουλιά. –Σφάλισε τα πατζούρια γιατί φυσά, μπάζει κρύο και πες στην Ξανθούλα ότι καθόμαστε στην μικρή σάλα και την περιμένουμε. Θα κρυώσει το χαλβαδάκι της μάνας της, που μόλις βγήκε από την κατσαρόλα, άντε, πες την νε να ‘ρθει….
 Εκείνη την ώρα, μέσα στην ευλογημένη ηρεμία του σπιτιού, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην εξώθυρα.
-Ποιος να ‘ναι; Ποιος;
-Μην ανοίξουμε Ανέστη, ψιθύρισε σιγανά η Ελένη. –Τις προάλλες, ακούστηκε πως ο Τούρκος χάλασε κόσμο και κοσμάκη, ρωμαίικο. Μωρέ σκυλιά είναι αυτοί, σιγά μην λογιάζουν για ανθρώποι! Μην ανοίξουμε…..
 Πάλι βρόντησαν με χτυπήματα την πόρτα και η Μαριόγκα στεκόταν στην σκάλα, έχοντας την λάμπα στα χέρια και δεν ήξερε τι να κάνει.
-Να πάγω; ρώτησε τρομαγμένη.
-Πάγαινε, είπε ο Ανέστης.
-Και αν μου πάρει ο Τούρκος το κεφάλι; Κλαψούρισε η Μαριόγκα σκιαγμένη.
-Ουφ γυναίκες, αγανάκτησε ο Ανέστης, -θα το κάνω εγώ, είπε αποφασιστικά και σπρώχνοντας το πιάτο του, σηκώθηκε με φόρα.
 Έπεσε κάτω η καρέκλα, κάνοντας τέτοιο θόρυβο, που τινάχτηκαν από την τρομάρα τους και η Ελένη και η Μαριόγκα.
 Ο Ανέστης κατέβηκε με μεγάλα βήματα τα σκαλιά και άνοιξε.
-Ποιος είναι; είπε και για λίγο έμεινε σιωπηλός να κοιτάζει έναν άνδρα που έστεκε μπροστά του, τυλιγμένος ζεστα για να προφυλαχτεί από το κρύο. 
–Μπρε, μπρε, ο Μάρκος! Ο Μάρκος Αρχοντής δεν είσαι του λόγου σου;
-Ναι Ανέστη, εγώ, είπε ο άνθρωπος.
 Αγκαλιάστηκαν και ο Ανέστης τον έμπασε μέσα στο σπίτι και κλείνοντας την πόρτα, άφησε έξω το κρύο και τον παγωμένο βοριά.
-Έλα, έλα μέσα, που πίνουμε ένα ζεστό, παγωμένος είσαι φίλε μου, είπε.
 Ανέβηκαν την σκάλα και προχώρησαν στην πρόχειρη σάλα του σπιτιού.
 Η Ξανθή είχε μισανοίξει την πόρτα του δωματίου της, γιατί τα χτυπήματα στην εξώθυρα, είχαν αναστατώσει και αυτήν.
 Στεκόταν μέσα στην κάμαρα της, όταν πέρασαν από μπροστά ο πατέρας της και πίσω ο άγνωστος μουσαφίρης.
 Ο νέος άνδρας σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα της. Μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κοιτάχτηκαν. Λες και έγινε σεισμός και καταποντισμός από αυτήν την ματιά.
 Ταράχτηκε μέχρι τα τρίσβαθα της καρδιάς, η Ξανθή. Εντυπωσιάστηκε ο Μάρκος! Μικρή κοπέλα εκείνη, νέος άνδρας αυτός.
-Τι σε έφερε εδώ στην Πόλη Μάρκο; Ρώτησε ο Ανέστης, ενώ η Ελένη του έριχνε ζεστό βραστάρι στην κούπα και η Μαριόγκα από δίπλα, σέρβιρε τον χαλβά. –Δουλειές; Δουλειές; Ρώτησε πάλι ο Ανέστης.
-Όχι φίλε μου, μπελάδες, βάσανα πολλά!!!! Φοβάμαι πως χρειάζομαι την βοήθειά σου, είπε ο ξένος.
-Ε τότε να τα πούμε, πρόσθεσε ο Ανέστης και έκανε νόημα στην γυναίκα του, να τους αφήσει να μιλήσουν, ενώ παράλληλα είπε στην Μαριόγκα, -στρώσε και ετοίμασε τη κάμαρα κάτω, για τον φίλο μου τον Μάρκο. Εσύ Ελένη, φτιάξε κανένα μεζέ και βάλλε από τον καλό τον παστουρμά.
 Όταν οι γυναίκες πήγαν να κάνουν ότι ο κύρης του σπιτιού ζήτησε, ο Μάρκος του εξιστόρησε αυτά που τον τυραννούσαν.
-Τι να σε πω βρε Ανέστη; Τι να σε πρωτοπώ; Ξέβρεις, πως οι Τούρκοι εμάς στην ανατολική Θράκη, δεν μας αφήνουν σε ησυχία. Ο μικρός μου αδερφός ο Γιωργής, τσακώθηκε πάνω από τον δικό μας μαχαλά, με δυο δικούς τους. Είναι θερμόαιμο παιδί και μυαλό δεν έχει στο κεφάλι του.
 Ήρθε στα χέρια με δυο Τουρκόπουλα και όταν πήγε ο πατέρας των παιδιών να τους χωρίσει, κατά λάθος έφαγε την γροθιά που προόριζε ο αδερφός μου για τον γιο του. Έπεσε χάμω ο άνθρωπος και έσπασε το ποδάρι του. Έγινε φασαρία, οι Τουρκάλες τσίριζαν και τότε ο δικός μου το έσκασε, όμως τον αναγνώρισαν οι άλλοι από το τσούρμο και τον πήραν στο κατόπι. Με το κάρο του γείτονά μας τους πήρα, άρον-άρον και φύγαμε κυνηγημένοι χωρίς μπόγους και πράγματα. Η μάνα μου έλιωσε στο κλάμα.
«Που πάμε; Ποιος θα ανάβει το καντηλάκι του πατέρα σας; Γιατί να αφήκω το σπίτι που γέννησα και μεγάλωσα τα παιδιά μου; Τι κατάρα είναι αυτή!» 





Χωρίς ταξίδι οι Αλεξάνδρου δεν μπορούνε. Και αυτή τη φορά έχει Κίνα...




Διαβάστε και την εισαγωγή μας

Από πάντα οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή, μεγαλώνουν, προσπαθούν και παλεύουν να χαράξουν το δρόμο τους και να φτιάξουν τη ζωή τους όπως θέλουν και όπως ονειρεύονται.
Σπάνια όμως γίνεται έτσι. Το πιο συνηθισμένο είναι να σε παίρνει η ζωή και να σε πηγαίνει από άλλο δρόμο σε άλλα μέρη.
Αυτό το πολύ συνηθισμένο συνέβη και στους ήρωες του βιβλίου μας που αρχίζει από την επόμενη σελίδα.
Μέσα στη κανονική ζωή τους μπήκε η ιστορία σαν το ορμητικό νερό στη κοίτη του χείμαρρου. Έφερε τη καταστροφή της Μικράς Ασίας, την ανταλλαγή πληθυσμών και την αλλαγή στη ζωή ολόκληρων λαών.
Αλλά και όταν δεν παρεμβαίνουν στη ζωή μας ιστορικά γεγονότα φτάνει η σύμπτωση να βρεθείς κοντά στα μεγάλα συμφέροντα άλλων που θα τα βρεις μπροστά σου  να σου αλλάζουν τους στόχους, να σε κάνουν να αλλάξεις πορεία και χωρίς να το έχεις ονειρευτεί να είσαι με άλλο άνθρωπο, να δουλεύεις αλλού και η ζωή να σε παίρνει μακριά.

Μα είναι τελικά τόσο συνηθισμένο όσο σας λέμε; Για να γυρίσουμε σελίδα λοιπόν να δούμε αν έχουμε δίκιο. 



No comments:

Post a Comment